ξανοίγω — ξανοίγω, ξάνοιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… … Dictionary of Greek
εξανοίγω — και ξανοίγω (AM ἐξανοίγω, Μ και ξανοίγω) νεοελλ. 1. βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ 2. (για ατμοσφαιρ. κατάσταση) αιθριάζω, ξανοίγω αρχ. μσν. ανοίγω, ανοίγω εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.) αρχ. παραλύω, αποσυνθέτω, εξουδετερώνω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
αγριοξανοίγω — αγριοκοιτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + ξανοίγω. ΠΑΡ. αγριοξάνοιγμα] … Dictionary of Greek
καλοξανοίγω — (Μ) [ξανοίγω] βλέπω καθαρά, διακρίνω … Dictionary of Greek
ξάνοιγμα — το [ξανοίγω] 1. άνοιγμα, άπλωμα 2. η αλλαγή τού καιρού προς το καλύτερο, η αιθρίαση, η βελτίωση τού καιρού 3. ο απόπλους προς το ανοιχτό πέλαγος 4. εκμυστήρευση μυστικών 5. διεύρυνση δραστηριότητας, εργασίας ή δαπάνης πέρα από τα επιτρεπτά όρια ή … Dictionary of Greek
ξανταίνω — 1. απαλλάσσομαι από εμπλοκή, από μπλέξιμο, ξεμπλέκομαι 2. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω, βλέπω, ξανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ανταίνω / νταίνω «εμπλέκομαι»] … Dictionary of Greek
παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… … Dictionary of Greek
αιθριάζω — αιθρίασα, ξαστερώνω, ξανοίγω: Ο καιρός άρχισε να αιθριάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)